- κατεπαμύνω
- κατ-επ-αμύνω, abwehren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεπαμύνω — (Α) επιτ. τ. τού επαμύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ αμύνω «βοηθώ, υπερασπίζω»] … Dictionary of Greek
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
κατεπαμύνεσθαι — κατεπαμύ̱νεσθαι , κατεπαμύνω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)